- επιβιώ
- (ο) αμετ. пережить, вь'шить, остаться В живых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιβιῶ — ἐπιβιόω live over aor subj act 1st sg ἐπιβιόω live over pres subj act 1st sg ἐπιβιόω live over pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβιώνω — (AM ἐπιβιῶ, όω) επιζώ, εξακολουθώ να ζω μετά από κάποιο γεγονός («ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἕξ μῆνας») νεοελλ. 1. διατηρώ τη δύναμη ή την αξία μου μετά από κάποιο (δυσάρεστο συνήθως) γεγονός 2. καταφέρνω να διατηρούμαι στη ζωή ή σε δραστηριότητες… … Dictionary of Greek